νεοορθοδοξία

νεοορθοδοξία
η [ορθοδοξία]
θεολ. κίνηση που εμφανίστηκε μέσα στα πλαίσια τής θεολογικής σκέψης τών Διαμαρτυρομένων τον 20ό αιώνα και χαρακτηρίζεται από την αντίδραση στον φιλελευθερισμό και από την επιστροφή σε ορισμένες ορθόδοξες θεωρίες τής Μεταρρύθμισης, όπως π.χ. την υπερβατικότητα τού Θεού, την αμαρτωλή φύση τού ανθρώπου κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”