- νεοορθοδοξία
- η [ορθοδοξία]θεολ. κίνηση που εμφανίστηκε μέσα στα πλαίσια τής θεολογικής σκέψης τών Διαμαρτυρομένων τον 20ό αιώνα και χαρακτηρίζεται από την αντίδραση στον φιλελευθερισμό και από την επιστροφή σε ορισμένες ορθόδοξες θεωρίες τής Μεταρρύθμισης, όπως π.χ. την υπερβατικότητα τού Θεού, την αμαρτωλή φύση τού ανθρώπου κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.